- καμινίτης
- καμινίτης, ὁ (Α)(για άρτο) ψημένος σε φούρνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ανθρακ-ίτης, κλιβαν-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμινίτης — καμινί̱της , καμινίτης baked in an oven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek